- υγρός
- -ή, -ό / ὑγρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ά και ογρός, -ή, -ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» — η θάλασσα και, γενικότερα, τα νεράβ. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που ενέχει υγρασία, γεμάτος υδρατμούς (α. «η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι είναι πολλή υγρή» β. «γενομένη νὺξ ὑγρὰ διαφερόντως γῆς αὐτὴν ψιλὴν περιτήξασα πεποίηκε», Πλάτ.)3. διάβροχος, βρεγμένοςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το υγρόα) φυσ. σώμα που βρίσκεται σε υγρά κατάσταση, δεν είναι πρακτικά συμπιεστό και έχει, υπό δεδομένη θερμοκρασία, ορισμένον όγκο, όχι όμως και ορισμένο σχήμα, λαμβάνοντας κάθε φορά το σχήμα τού δοχείου στο οποίο περιέχεταιβ) κάθε υδαρές συστατικό τού οργανισμού, που είτε πληρεί τις διάφορες κοιλότητες του ή εκκρίνεται από διάφορους αδένες, όπως είναι λ.χ. το αίμα, η λέμφος, το γάλα ή το γαστρικό υγρό, είτε αποβάλλεται από τον οργανισμό, όπως είναι λ.χ. ο ιδρώτας ή τα ούρα2) φρ. α) «υγρά κατάσταση τής ύλης»φυσ. κατάσταση τής ύλης ενδιάμεση μεταξύ τής στερεάς και τής αέριας, που προσομοιάζει με την πρώτη ως προς την πυκνότητα και την ασυμπιεστότητα και με τη δεύτερη ως προς τη ρευστότηταβ) «υγρά σύμφωνα»γραμμ. οι φθόγγοι λ και ργ) «υγρή οδός»χημ. τρόπος πραγματοποίησης μιας χημικής αντίδρασης κατά τον οποίο τα αντιδρώντα σώματα είναι διαλυμένα σε έναν διαλύτη, λ.χ. στο νερόδ) «υγρό κλίμα»(μετεωρ.) το κλίμα μιας περιοχής πάνω από την οποία η ατμόσφαιρα περιέχει σημαντική ποσότητα υγρασίαςε) «πυρηνικό πρότυπο υγρής σταγόνας» ή «πυρηνικό πρότυπο σταγόνας υγρού»φυσ. θεωρία που διατυπώθηκε το 1936 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την περιγραφή τής δομής τών ατομικών πυρήνων και για την ερμηνεία τής πυρηνικής σχάσης και σύμφωνα με την οποία τα νουκλεόνια συμπεριφέρονται όπως τα μόρια σε μια σταγόνα υγρούστ) «υγρός θάλαμος»(βοτ.-μικρβλ.) κλειστός χώρος μέσα στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί ατμόσφαιρα υψηλής σχετικής υγρασίαςζ) «υγρός κρύσταλλος»φυσ.-χημ. βλ. κρύσταλλοςη) «παθολογικά υγρά»ιατρ. υγρά που αναπτύσσονται με τη μορφή εξιδρώματος ή διιδρώματος μέσα σε κοιλότητες τού οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσειςθ) «αμνιακό [ή ενάμνιο] υγρό»ανατ. βλ. αμνιακόςνεοελλ.-μσν.φρ. «υγρό(ν) πυρ» — βλ. πυρμσν.-αρχ.μτφ. απαλός, τρυφερός («ὑγρὸν βρέφος», Νόνν.)αρχ.1. (στην ποίηση) υδρόβιος (α. «θῆρες ὑγροί», Ανθ. Παλ.β. «ὄρνιθες οἱ ὑγροί», Φιλόστρ.)2. (για κενώσεις) υδαρής, νερουλός3. (για ουσίες) πλαδαρός, μαλακός4. μτφ. α) εύκαμπτος, ευλύγιστος («ὑγρός ἔστι καὶ πηδᾷ πόρρω», Αριστοτ.)β) (κυρίως για μέλη τού σώματος) εξασθενημένος, αδύναμος («κἀπιθεὶς ὑγρὸν χέρα», Ευρ.)γ) i) μεθυσμένοςii) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ζάλης («ἡ διάνοια ὑγρὰ γεγενημένη», Πλούτ.)δ) (για τα μάτια ή για το βλέμμα) αυτός που φανερώνει ερωτικό πόθοε) (για λεκτικό ύφος) αυτός που ρέει ομαλά και αβίασταστ) (για πρόσ. ή για διαθέσεις) i) ήπιοςii) υποχωρητικός, ενδοτικόςiii) μαλθακόςiv) φιλήδονος, ηδυπαθήςζ) (για τα φωνήεντα α, ι, υ) δίχρονος, αυτός που είναι άλλοτε μακρός και άλλοτε βραχύς ως προς την ποσότητα5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑγρά και ὑγρήη θάλασσα6. το ουδ. ως ουσ. α) το νερόβ) διάβροχο μέροςγ) ενδοτικός χαρακτήρας7. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) η υγρασία8. (το ουσ. ως επίρρ.) ὑγρόνσε υγρή κατάσταση9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑγράγραμμ. τα υγρά σύμφωνα10. φρ. α) «ὑγρὰ κέλευθα»(στην ποίηση) η επιφάνεια τής θάλασσας και, κατ' επέκτ., η θάλασσα (Ομ. Οδ.)β) «μέτρα υγρὰ καὶ ξηρά» — μέτρα κατάλληλα για τη μέτρηση υγρών και στερεών (Πλάτ.)γ) «ὑγρὸς σφυγμός» — υπόκωφος σφυγμός (Γαλ.)δ) «ὑγρὸς κεῑμαι» — είμαι ξαπλωμένος με άνεση και ησυχία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που είναι τεντωμένος (Ιπποκρ.)ε) «ὑγρὸς πόθος» — σφοδρή ερωτική επιθυμία ('Υμν. Ομ.)στ) «ὑγρὸν ἔλαιον» — το ελαιόλαδο (Ομ. Ιλ.).επίρρ...υγρώς / ὑγρῶς, ΝΜΑσε υγρή, υδατώδη κατάστασηαρχ.μτφ.1. με ευκινησία, με ευκαμψία2. με βλέμμα που φανερώνει σφοδρό ερωτικό πάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το επίθ. ὑ-γρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *wegw- / *wgw- «υγρός» και συνδέεται με αρχ. νορβ. vokr, αρχ. γερμ. *wakwa-, λατ. uvidus.ΠΑΡ. υγραίνω, υγρότητα(-της)αρχ.υγράζω, υγρηδών, υγρώσσωνεοελλ.ύγρωμα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υγρόδιος, υγρόμετρο(ν), υγρόμορφος, υγρόπισσα, υγρόσαρκοςαρχ.υγρέμπλαστρον, υγροβάτραχος, υγροβατώ, υγρόβηξ, υγροβόλος, υγρόγελως, υγροθηρική, υγροκαμπής, υγροκέφαλος, υγροκιρσοκήλη, υγροκοίλιος, υγροκόμος, υγρολειχήν, υγρόλιθος, υγρομαντεία, υγρομελής, υγρομέτωπος, υγρόμυρον, υγρόνους, υγροπερίβολος, υγροπόρευτος, υγροπυρινόψυχρος, υγρορροώ, υγρόσπερμος, υγροτράχηλος, υγροτροφικός, υγροφανής, υγρόφθαλμος, υγρόφθογγος, υγροφοίνιξ, υγρόφοιτος, υγροφυήςαρχ.-μσν.υγροβαφής, υγρογόνος, υγροκέλευθος, υγροκολλούρια, υγρομανής, υγρομέδων, υγρόμοθος, υγρονόμος, υγροπαγής, υγροποιός, υγροπόρος, υγροσκελής, υγροτόκος, υγροφόρητος, υγροφόρος, υγροχίτων, υγρόχρους, υγρόχυτοςμσν.υγροδίαιτος, υγρόθερμος, υγρολάξευτος, υγρόπλους, υγροσαΐτης, υγροστίβητος, υγρόστομος, υγρόφλοιος, υγρόφυρτος, υγροχαίτης, υγρόχερσος, υγροχεύμων, υγρώπιςνεοελλ.υγραέριο, υγροβλεφαρίτιδα, υγροκέλευθος, υγρόληκτος, υγρολογία, υγρομετρία, υγροπαθολογικός, υγροσκοπία, υγροσκόπιο, υγροστάτης, υγροσχαστικός, υγροταξία, υγροτροπισμός, υγρόφιλος. (Β Συνθετικό) έφυγρος, κάθυγροςαρχ.δίυγρος, ένυγρος, έξυγρος, εύυγρος, πάνυγρος, πάρυγρος, πολύυγρος, υπέρυγρος, υπόυγρος / ύφυγρος].
Dictionary of Greek. 2013.